- ξεμολογιέμαι
- ξεμολογ(ι)ο*μαι исповедоваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμολογούμαι — και ξεμολογιούμαι και ξεμολογιέμαι εξομολογούμαι («παιδιά για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek